- ζῶγρος
- ζῶγρος, ὁ, late form for ζωγρεῖον,A cage, Phlp.in de An.106.12, Sch. Nic.Th.825.II [full] ζῶγρον· ἐγρήγορον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζώγρος — ζῶγρος, ὁ (Α) κλουβί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ζωγρείον] … Dictionary of Greek
ζῶγρος — cage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῶγρον — ζῶγρος cage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώγροις — ζῶγρος cage masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώγρῳ — ζῶγρος cage masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)